- τροφοί
- τροφόςfeedermasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NEBRIS — hinnuli pellis, Baccho saura, quâ ipseamiciebatur. Unde Νεβρώδης dictus, Claudian. de 4. Cons. Honorii. v. 605. Talis Erythraeis intextus nebrida gemmis Liber agit currus, et Caspiae flectit eburnis Colla iugis. Eôdem habitu Baccae ornabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
SMILAX — I. SMILAX arbor et frutex. Pausan. enim, ubi in Arcadicis materias enumerat, e quibus fieri vulgo solerent Deorum simulacra, post ebenum, cupressum, cedrum, quercum, σμίλακα quoque nominat, quam taxum esse, docet Salmas. cuius materies durissima … Hofmann J. Lexicon universale
Τιθηνίδια — τὰ, Α εορτή τών τροφών στη Σπάρτη κατά την οποία οι τροφοί πήγαιναν τα αγόρια στο ιερό τής Κορυθαλλίας Αρτέμιδος για να τούς προσδώσει γονιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + υποκορ. κατάλ. ίδιον / ίδια (πρβλ. επιταξ ίδια)] … Dictionary of Greek
θριαί — θριαί, αἱ (Α) 1. οι νύμφες τού Παρνασσού, τροφοί τού Απόλλωνος 2. οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα θρίαμβος, το αριθμητ. τρεις και, τέλος, με το θρία «φύλλα… … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
σάθων — ωνος, ὁ, Α 1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος 2. (ώς κύριο όν.) Σάθων τίτλος έργου τού Αντισθένους εναντίον τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων … Dictionary of Greek
σείν — Α ηχομιμητική λέξη με την οποία οι τροφοί παρακινούσαν τα νήπια να ουρήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 … Dictionary of Greek
Ακραία — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του ποταμού Αστερίωνα και αδελφή της Εύβοιας και της Πρόσυμνας. Και οι τρεις τους ήταν τροφοί της Ήρας. Από αυτές ονομάστηκαν Ακραία και Εύβοια τα δύο βουνά κοντά στις Μυκήνες, και Πρόσυμνα η περιοχή γύρω από το Ηραίο των … Dictionary of Greek
Αστερίων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης, που νυμφεύτηκε την Ευρώπη, ερωμένη του Δία, και υιοθέτησε τους γιους της από τον Δία, Μίνωα, Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα. Διάδοχός του έγινε ο Μίνως. 2. Το όνομα του Μινώταυρου. 3. Γιος του… … Dictionary of Greek